χουλιάρι — το 1. κουτάλι. 2. άνθρωπος συκοφάντης, κακολόγος, κουτσομπόλης: Δεν ξέρεις τι χουλιάρι είναι αυτός! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουλιάρα — η, Ν (ως μεγεθ. τ. τού χουλιάρι) μεγάλο κουτάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουλιάρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α)] … Dictionary of Greek
χουλιαρίζω — Ν [χουλιάρι] 1. τρώω γρήγορα με το χουλιάρι, κατεβάζω χουλιαριές, καταβροχθίζω 2. μτφ. είμαι ανακατωσούρης, ανακατεύω, ραδιουργώ, συκοφαντώ … Dictionary of Greek
χουλιαριά — η, Ν η ποσότητα που χωρεί σε ένα χουλιάρι, κουταλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουλιάρι + κατάλ. ιά (πρβλ. κουταλ ιά)] … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
σκατοχούλιαρο — το, Ν μτφ. άνθρωπος που αρέσκεται στο να δημιουργεί ή να αναμοχλεύει βρόμικες υποθέσεις ή καταστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + χουλιάρι «κουτάλι»] … Dictionary of Greek
τρανός — ή, ό / τρανός, ή, όν, ΝΜΑ προφανής, ολοφάνερος (α. «αυτό ήταν τρανή απόδειξη τής ενοχής του» β. «ἦν ἆρα τρανὸς αἷνος ἀνθρώπων ὅδε» Μοσχί.) νεοελλ. 1. μεγάλος ως προς την ηλικία, το ανάστημα ή τον βαθμό 2. συνεκδ. αυτός που έχει πολύ πλούτο και… … Dictionary of Greek
Θρεσκιορνιθίδες — (thresciornithidae). Οικογένεια πτηνών, της υπέρταξης νεόγναθα, της τάξης πελαργόμορφα ή κικονιίμορφα. Είναι γνωστή και με τις ονομασίες πλαταλείδες και ιβίδες. Περιλαμβάνει περίπου 30 είδη μεγαλόσωμων πουλιών, που έχουν μακρύ ράμφος και λαιμό… … Dictionary of Greek
κουτάλι — το 1. χουλιάρι. 2. φρ., «Έφαγε τα γράμματα με το κουτάλι», είναι πολύ γραμματισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουλιάρα — η μεγεθυντικό του χουλιάρι μεγάλο κουτάλι, κουτάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)